- κρυφτός
- -ή, -ό [κρύβω]1. αυτός που κρύβεται, κρυφός, κρυμμένος2. το ουδ. ως ουσ. το κρυφτόείδος παιδικού παιχνιδιού κατά το οποίο ένας από τους συμπαίκτες προσπαθεί να βρει τους άλλους που κρύβονται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυφτός — ή, ό βλ. κρυφός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυφτούλι — το το παιχνίδι κρυφτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφτός + κατάλ. ούλι (πρβλ. φασ ούλι, χερ ούλι)] … Dictionary of Greek
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek
κρυφός — κρυφός, ή, ό και κρυφτός, ή, ό επίρρ. ά 1. αφανής, κρυφός: Τα παιδιά τότε πήγαιναν στο κρυφό σκολειό. 2. μυστικός: Είχαν κρυφή αγάπη. 3. εχέμυθος, αυτός που δε λέει τα συναισθήματά του στους άλλους: Είναι κρυφός άνθρωπος. 4. το ουδ. κρυφό ως ουσ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)